- κρυψιμέτωπος
- κρυψι-μέτ-ωπος, die Stirn verbergend
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
κρυψιμέτωπος — κρυψιμέτωπος, ον (Α) αυτός που κρύβει το μέτωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρυψι (βλ. κρυπτ[ο] ) + μέτωπος (< μέτωπον), πρβλ. αντι μέτωπος, λευκο μέτωπος] … Dictionary of Greek
κρυψιμέτωπος — hiding the forehead masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρυπτ(ο)- — (AM κρυπτ[ο] , Α και κρυψι ) πρώτο συνθετικό λέξεων τής Ελληνικής το οποίο έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό γίνεται, είναι ή κάνει κάτι κρυφά, με μυστικό τρόπο (πρβλ. κρυπτογενής, κρυψίνους). Το κρυπτ(ο) ανάγεται στο επίθ … Dictionary of Greek
μέτωπο — (Ανατ.). Το μεταξύ των δύο κροτάφων, του τριχωτού της κεφαλής και των φρυδιών ανώτερο μέρος του προσώπου του ανθρώπου, καθώς και το πάνω εμπρός μέρος της κεφαλής των ζώων. μετωπιαίο οστό. Οστό, στο πρόσθιο μέρος του κρανίου, που σχηματίζει το… … Dictionary of Greek